- αγυμνασία
- ἀγυμνασία, η (Α) [ἀγύμναστος]έλλειψη σωματικών ασκήσεων ή εκπαιδεύσεως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγυμνασία — ἀγυμνασίᾱ , ἀγυμνασία want of exercise fem nom/voc/acc dual ἀγυμνασίᾱ , ἀγυμνασία want of exercise fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυμνασίᾳ — ἀγυμνασίαι , ἀγυμνασία want of exercise fem nom/voc pl ἀγυμνασίᾱͅ , ἀγυμνασία want of exercise fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυμνασίας — ἀγυμνασίᾱς , ἀγυμνασία want of exercise fem acc pl ἀγυμνασίᾱς , ἀγυμνασία want of exercise fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυμνασίαι — ἀγυμνασία want of exercise fem nom/voc pl ἀγυμνασίᾱͅ , ἀγυμνασία want of exercise fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυμνασίαν — ἀγυμνασίᾱν , ἀγυμνασία want of exercise fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγύμναστος — η, ο (Α ἀγύμναστος, ον) 1. αυτός που δεν γυμνάστηκε, δεν ασκήθηκε σωματικά, ανάσκητος, απαίδευτος 2. αδέξιος, άπειρος, αμαθής νεοελλ. (Στρατ.) αυτός που δεν εκπλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία ή δεν συμπλήρωσε ακόμη τη βασική στρατιωτική του… … Dictionary of Greek
ανασκησία — η (Α ἀνασκησία) η έλλειψη άσκησης, αγυμνασία … Dictionary of Greek